- συνερίζω
- συνερίζωcontend togetherpres subj act 1st sgσυνερίζωcontend togetherpres ind act 1st sgσυρριζόομαιto have the roots unitedimperf ind act 3rd sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνερίσαντα — συνερίζω contend together aor part act neut nom/voc/acc pl συνερίζω contend together aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνερίζειν — συνερίζω contend together pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνερίζοντες — συνερίζω contend together pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνερίσαντες — συνερίζω contend together aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνερίζομαι — ΝΜΑ, και συνορίζομαι Ν, και ενεργ. τ. συνερίζω ΜΑ [ἐρίζω] νεοελλ. μέ ενοχλούν τα λόγια ή πράξεις κάποιου και διατίθεμαι εχθρικά εναντίον του («μή τόν συνερίζεσαι, είναι επιπόλαιος, δεν είναι κακός») μσν. αρχ. ερίζω, αντιδικώ με κάποιον … Dictionary of Greek